κοινωφελές

κοινωφελές
κοινωφελής
of common utility
masc/fem voc sg
κοινωφελής
of common utility
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Athens — This article is about the capital of Greece. For other uses, see Athens (disambiguation). Athens Αθήνα Athīna …   Wikipedia

  • Онассис, Аристотель — Аристотель Онассис Αριστοτέλης Ωνάσης Дата рождения: 15 января 1906(1906 01 15) …   Википедия

  • βραβείο — Έπαθλο ή αριστείο που απονέμεται σε άτομο που αρίστευσε ή προσέφερε ιδιαίτερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα, στον ηθικό, πνευματικό, επιστημονικό ή αθλητικό τομέα. Το β. που συνίσταται γενικά σε δίπλωμα, απονομή τιμητικής διάκρισης ή σε ένα… …   Dictionary of Greek

  • κατάστημα — το (Α κατάστημα και μτγν. τ. κατάστεμα) νεοελλ. 1. εμπορικό, μαγαζί, πρατήριο εμπορευμάτων 2. βιοτεχνικό εργαστήριο, εργοστάσιο 3. το κτήριο όπου είναι εγκατεστημένη μια δημόσια υπηρεσία ή κοινωφελές ίδρυμα, εταιρεία, τράπεζα ή άλλος οργανισμός… …   Dictionary of Greek

  • προικοδοτώ — προικοδοτῶ, έω, ΝΜ [προικοδότης] δίνω προίκα, προικίζω νεοελλ. παραχωρώ μόνιμο εισόδημα σε κοινότητα ή κοινωφελές ίδρυμα …   Dictionary of Greek

  • προικοδότηση — η / προικοδότησις, ήσεως, ΝΜ [προικοδοτῶ] παροχή προίκας, προίκιση νεοελλ. 1. σύνολο εσόδων που παραχωρούνται σε κοινωφελές ίδρυμα 2. η χορήγηση γαιών σε αγωνιστές εθνικών αγώνων ως ηθική και υλική ανταμοιβή …   Dictionary of Greek

  • Γκέιτς, Μπιλ — (William «Bill» Gates,Σιάτλ 1955 –). Αμερικανός ερευνητής τεχνολογίας και επιχειρηματίας. Ο Γ. υπήρξε συνιδρυτής, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Microsoft, μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής λογισμικού υπολογιστών. Σε… …   Dictionary of Greek

  • Μεγάρων και Σαλαμίνας, Ιερά Μητρόπολη — Μητρόπολη με έδρα τα Μέγαρα. Στη δικαιοδοσία της υπάγονται 31 ενοριακοί ναοί, στους οποίους υπηρετούν 60 κληρικοί. Για την πλέον άρτια και εύρυθμη περιφερειακή οργάνωση υφίστανται οι αρχιερατικές επιτροπείες Μεγαρίδας και Σαλαμίνας. Στην… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Λαογραφικό Μετσόβου — Το Λ.Μ.Μ. λειτουργεί από το 1955 και ανήκει στο κοινωφελές ίδρυμα Βαρόνου Μιχαήλ Τοσίτσα. Στεγάζεται στο ανοικοδομημένο αρχοντικό της οικογένειας Τοσίτσα και αντικατοπτρίζει με τον καλύτερο τρόπο το πώς ζούσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”